Τα πρώτα μου χρόνια εκεί μέσα για κάθε άντρα που με έβλεπε και δεν περνούσε στο δωμάτιο, το έπαιρνα προσωπικά. Πανάκριβα δαντελωτά εσώρουχα φορούσα, μια μικρή περιουσία σε κολώνιες επώνυμες και γόβες 12ποντες κι αυτοί έφευγαν. Θύμωνα. Μέγα λάθος μου.

Με τον καιρό άρχισα να το καταπίνω όσο μου το επέτρεπε η ωραιοπάθεια μου και η νέα μου «ταυτότητα» που με τόσο κόπο απέκτησα. Δεν ήξερα πως ήμουν ακόμη μια τρύπα. 'Οταν πάτησα γερά στα ψηλοτάκουνα μου και εμπέδωσα πως λειτουργεί το σύστημα των μπουρδέλων, ρωτούσα ευθαρσώς και κατάμουτρα.

«Έχεις δεί τα μούτρα σου στον καθρέφτη, που θα απορρίψεις εσύ, εμένα;»

Εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τόσο ερώτηση αυτό.

Θρασσύτατη,νεανική ανούσια επίθεση ήταν. Επιβεβαίωση και οίκος ανοχής δεν γίνεται να συνυπάρξουν. Προσπαθούσα να συγκρατήσω κάποια πρόσωπα έτσι ώστε να κολήσω την ετικέτα σε αυτούς, επειδή έτσι με βόλευε. «Α εσένα δεν θα σε πάρω γιατί δεν μου αρέσει η φάτσα σου».

Γελώ τώρα που τα θυμάμαι. Ήταν και το παιχνίδι των τσατσάδων βέβαια. Μια εκούσια προτροπή του τύπου, όσοι και αν μπούν στο χώρο, οι μισοί τουλάχιστον πρέπει να σε δοκιμάσουν. Δούλευαν με ποσοστά, βλέπεις. Αυτά τις χρυσές δεκαετίες '90-'00, γιατί τώρα κυνηγούν με το τουφέκι τους πελάτες κι ας μην είναι με ποσοστά το κέρδος τους.

Το χειρότερο ήταν στα Χανιά. Τα σπίτια 16, όλα με άδεια εγκατάστασης -θα επεκταθώ άλλη φορά σε αυτό το τραγικό σημείο του νόμου του 99- το ένα δίπλα στο άλλο. Κάτι σαν την Τρούμπα ενα πράμα. Στην κυριολεξία ήταν για πολλούς σημείο διασκέδασης. Δεν ήταν η απλή τσάρκα που είχα συνηθίσει στη Φυλής. Συγκεκριμένοι άνθρωποι όλων των ηλικιών μπαινόβγαιναν στις πόρτες με τα πολύχρωμα φαναράκια (δεν ήταν πάντα κόκκινα) ασταμάτητα. Απο το πρώτο ως το τελευταίο και τούμπαλιν. Και πάλι απ την αρχή. Ώρες ατέλειωτες.

Τελικά δεν κατάφερα ποτέ να τους βάλω σε κουτάκια έτσι ώστε να νοιώθω την υπεροχή της γνώσης απέναντί τους. Κάποιες αιτίες βρήκα και αφορμές. Δουλειά για το σπίτι, ας πούμε. Οπίσθια στητά ή πεσμένα, στήθια να κοιτούν περήφανα το ταβάνι ή με ντροπή το πάτωμα, γυμνά κορμιά, μετάξια, δαντέλες. Χόρταινε το μάτι, φούσκωνε ο καβάλος και κάποια τυχερή σύζυγος έβλεπε χαρά στα σκέλια της. Ή η παλάμη τους όπως τόσα χρόνια τους ξαλάφρωνε.

Ήταν κι αυτοί που γούσταραν τη μυρωδιά. Ίσα να ανοίξουν την πόρτα να εισπνεύσουν αυτό το μυστήριο κράμα αρωμάτων και έφευγαν. Έχω ακόμη στο μυαλό μου κάποια πρόσωπα. Τόσο εντύπωση μου έκανε.

Όταν πια έβαλα κάμερα πάνω απο την πόρτα, έπαιρνε τη θέση μου η «υπηρεσία», ενίοτε κάποιο gay αγόρι και έλιωνα στα γέλια νοιώθωντας οτι τους τιμωρώ η ανόητη. Σε κάποια πράγματα δεν μπόρεσα να συμβιβαστώ κι ας ήταν εις βάρος μου. Μια άλλη μερίδα ήταν οι «εκδικητές» όπως τους ονόμαζα. Παραμέριζαν τη βλαχιά τους ή την άγνοια τους μιάς και αρκετοί δεν καταλάβαιναν πως δεν ήμουν γεννημένη γυναίκα. Και αν δεν είχαν το ποθητό αποτέλεσμα αφού η μεγάλη «αποκάλυψη» γινόταν στο κρεβάτι πια, έβρισκαν σωστό να με τιμωρούν με αυτό τον τρόπο. Της καθημερινής απόρριψης. Αυτοί είναι απο μόνοι τους ενα κεφάλαιο.

Συγνώμη που δεν είχα τατουάζ στο κούτελο ρε παιδιά. Συγνώμη που δεν ξέρετε να ξεχωρίζετε. Ξινισμένα χαλασμένα κρασιά.

Ναι είναι μορφή διασκέδασης για πολλούς η μπουρδελότσαρκα. Ακόμη και σήμερα. Άλλαξαν οι πιάτσες, οι χώροι-έγιναν studio πια- άλλαξαν και οι εθνικότητες των πελατών και των κοριτσιών. Μα η τσάρκα συνεχίζει να τους γοητεύει...

Πηγή Πηγή: protagon.gr